- υποκάρφω
- Αξηραίνω κάτι σταδιακά, σιγά σιγά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + κάρφω «ξηραίνω, μαραίνω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κάρφω — (Α) 1. ξεραίνω, μαραίνω, κάνω κάτι να ζαρώσει («ἠέλιος χρόα κάρφει», Ησίοδ.) 2. ταπεινώνω κάποιον («σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει Ζεὺς», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σχηματίζεται με τη συνεσταλμένη βαθμίδα (s)krb(h) τής ΙΕ ρίζας* (s)kerb(h) «κάμπτω,… … Dictionary of Greek